ανάγνωση
ανάγνωση reading ανάγνωση [anágnosi] (noun); reading ανάγνωση < ανα + γνώση (ana + γnosi) ουσιαστικό < αρχαία ελληνική ἀνάγνωσις < ἀναγιγνώσκω ανα + γνώση Πρόθημα ανα-: α) προς τ’ απάνω: αναδύομαι, άνοδος, ανάβαση, ανάδυση β) προς τα πίσω: αναγυρίζω, αναχαιτίζω, ανάπλοια γ) αντίθετα προς: ανάπλωρα, αναπλωρίζω δ) ξανα-, πάλι: αναζώ, αναγέννηση, ανακατάταξη Ανάγνωση: 1) η αναγνώριση […]