PSi Lexicon

lament

lament
θρήνος

The transubstantiation of the pain in a bodily, vocal and/or verbal performance. An expression of a very deep pain by crying, screaming and breast-hitting. A song, piece of music or poem expressing such emotion. For example: the ritual lament for the dead, performed collectively. See also: θρηνώδημα, θρηνωδία (θρήνος+ωδή, lament+ode). Etymology: θρηνώ (to lament), from the ancient greek θρέομαι (to scream loudly), from which derive the words: θόρυβος (noise), θρους (sough), θροίζω (to sough) θρύλος (legend).

Synonyms: ολολυγή, ολολυγμός (loud scream of lament), from the verb ολολύζω (from which derives also the posterior verb ολοφύρομαι): to wail, to scream, relative to the indian ululuh. Γόος, from γοάω (related to the indian joguve: to sound loudly), from which derive the words γόης and γητευτής: miracle-maker, magician, but also crook, γοητεύω (to charm, to mesmerize/ γητεύω(to vamp), γοητεία (charm)/ γητειά(magic). Οδυρμός, from οδύρομαι (related to οδύνη: pain). Κοπετός, from κόπτω: to bit, to fatigue καταπονώ, from which derives the κομμός (head and breast bitting, lament song in ancient Greek drama performed alternately by the chorus and one or more protagonists) and the hellenistic κοπετός (initial meaning: noise, posterior: lament accompanied by breast-bitting.) Μοιρολόι (dirge): lament song for the dead, from the hellenistic μοιρολογώ (to tell+the destiny).  Mύρομαι: to lament, to pour tears, but also to flow, to seep. Related to the lithuanian mùrstu: to become very smooth.

Author and translator: Marios Hatziprokopiou

θρήνος
lament

Η μετουσίωση του άλγους σε σωματική, φωνητική, ή/και γλωσσική επιτέλεση. Έκφραση βαθύτατου ψυχικού πόνου με κλάματα, κραυγές, στηθοκοπήματα. Τραγούδι, μουσικό κομμάτι ή ποίημα με το οποίο εκφράζεται ένα τέτοιο αίσθημα. Π.χ: τελετουργικός θρήνος για το νεκρό, επιτελούμενος συλλογικά. Βλ. επίσης: θρηνώδημα, θρηνωδία (θρήνος+ωδή). Ετυμολογία: θρηνώ, από το αρχαίο ελληνικό θρέομαι (φωνάζω δυνατά, κραυγάζω μεγαλόφωνα), από όπου και τα θόρυβος, θρους, θροίζω, αλλά και θρύλος. Συνώνυμα: ολολυγή, ολολυγμός (δυνατή θρηνώδης κραυγή), από το ολολύζω (από όπου και το μεταγενέστερο ολοφύρομαι): σκούζω, κραυγάζω, συγγενικό με το ινδικό ululuh. Γόος, από το γοάω (συγγενικό με το ινδικό joguve: ηχώ δυνατά), από όπου τα γόης και γητευτής: θαυματοποιός, μάγος, αλλά και απατεώνας, γοητεύω/γητεύω, γοητεία/γητειά. Οδυρμός, από το οδύρομαι (συγγενικό με την οδύνη: πόνος, άλγος). Κοπετός, από το κόπτω: χτυπώ, κρούω, πλήττω, καταπονώ, από όπου ο κομμός (χτύπημα του κεφαλιού και του στήθους, θρηνητικό τραγούδι στην αρχαία τραγωδία που λέγεται εναλλάξ από το χορό και έναν ή περισσότερους πρωταγωνιστές) και το ελληνιστικό κοπετός (αρχική σημασία: θόρυβος, μεταγενέστερη: θρήνος συνοδευόμενος από στηθοκοπήματα. Μοιρολόι, θρηνητικό τραγούδι για νεκρό, από το ελληνιστικό μοιρολογώ (λέω+μοίρα). Μυρολόι: λανθασμένη ορθογραφία της παραπάνω λέξης που τη συσχετίζει με το μύρομαι: ολοφύρομαι, χύνω δάκρυα, αλλά και ρέω, στάζω. Συγγενεύει με το λιθουανικό: mùrstu: το να γίνεσαι πολύ μαλακός.

Author and translator: Μάριος Χατζηπροκοπίου

Related Entries