PSi Lexicon

Lexicon

ανάγνωση

ανάγνωση reading ανάγνωση [anágnosi] (noun); reading ανάγνωση < ανα + γνώση (ana + γnosi) ουσιαστικό < αρχαία ελληνική ἀνάγνωσις < ἀναγιγνώσκω ανα + γνώση

Πρόθημα ανα-: α) προς τ’ απάνω: αναδύομαι, άνοδος, ανάβαση, ανάδυση β) προς τα πίσω: αναγυρίζω, αναχαιτίζω, ανάπλοια γ) αντίθετα προς: ανάπλωρα, αναπλωρίζω δ) ξανα-, πάλι: αναζώ, αναγέννηση, ανακατάταξη Ανάγνωση: 1) η αναγνώριση […]

ανοσία

ανοσία[4]  immunity [Σ.Μ: Το κείμενο που ακολουθεί αποσκοπεί στην ερμηνεία της αγγλικής λέξης immunity που ετυμολογικά προέρχεται από: Το στερητικό (ή εξαίρεση από) In και – munus, δηλ. δημόσιο καθήκον ή 2.Την πρόθεση Im- που δηλώνει παραμονή σε χώρο και -munire που σημαίνει φρούριο, οχυρό.[5]]   Είναι η ιδεολογική ραχοκοκκαλιά της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής κοινωνίας, μιας […]