vastuolu contradiction vastuolu [vas-tu-o-lu] (noun) Vastuolu on draamateksti peidetud nurgakivi, dramaturgi osavuse näitaja, lavastaja kohustuslik töövahend ning näitleja tõeline väljakutse. Vastuolud „laevad” teksti ning muudavad selle dramaatiliseks, panevad selle „tööle”. Vastuolud moodustavad rütme, mustreid ja dramturgilisi tekstuure. Vastuolud kehtestavad tegelased ja nende motivatsiooni ja panevad nad tegutsema. Vastuolud avavad teksti perspektiivid, lisatähendused, muudavad selle mitmekihiliseks. Vastuolud […]
verwachting expectation verwachting [vər’wɑxtɪŋ] (noun) Uit het Latijn exspectatio: anticipatie, verlangen, nieuwsgierigheid, opwachting. In het theater wachten, hopen we op iets wat positief, nieuw of betekenisvol is en rekenen we erop dat dit hoe dan ook gaat gebeuren. Verwachten betekent het opschorten van actie. Eenmaal in het theater, nemen we zelden zélf initiatief. In […]
violent βίαιος/η/ο The adjective ‘violent’ derives from the noun ‘violence’. According to the New Hellenic Lexicon of Emmanouil Kriaras et al, the noun ‘violence’ means primarily ‘the use of various means to impose one’s own will’. In our case, given that we are concerned with the performing arts, the artist’s will could be identified as […]
witness, martyr 1) One who sees or hears something in the moment that it happens. 2) One who saw, heard or felt a performance, so that she can provide information about it. 3) One who is named in a funding application for a performance work as the one who will benefit from such a performance. […]
zoomorphism On contemporary stage we often see performers dressed like animals or human figures with animal heads. Even though zoomorphism, or the humanization of animals is a typical feature in mythologies, its invasion on contemporary stage has probably followed different routes. One possible route is connected to the absurd or the uncanny and starts from the Rabbit of Alice in […]
ανάγνωση reading ανάγνωση [anágnosi] (noun); reading ανάγνωση < ανα + γνώση (ana + γnosi) ουσιαστικό < αρχαία ελληνική ἀνάγνωσις < ἀναγιγνώσκω ανα + γνώση
Πρόθημα ανα-: α) προς τ’ απάνω: αναδύομαι, άνοδος, ανάβαση, ανάδυση β) προς τα πίσω: αναγυρίζω, αναχαιτίζω, ανάπλοια γ) αντίθετα προς: ανάπλωρα, αναπλωρίζω δ) ξανα-, πάλι: αναζώ, αναγέννηση, ανακατάταξη Ανάγνωση: 1) η αναγνώριση […]
ανοσία[4] immunity [Σ.Μ: Το κείμενο που ακολουθεί αποσκοπεί στην ερμηνεία της αγγλικής λέξης immunity που ετυμολογικά προέρχεται από: Το στερητικό (ή εξαίρεση από) In και – munus, δηλ. δημόσιο καθήκον ή 2.Την πρόθεση Im- που δηλώνει παραμονή σε χώρο και -munire που σημαίνει φρούριο, οχυρό.[5]] Είναι η ιδεολογική ραχοκοκκαλιά της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής κοινωνίας, μιας […]
βίαιος/η/ο violent Το επίθετο “βίαιος” παράγεται από το ουσιαστικό “βία”. Σύμφωνα με το Νέο Ελληνικό Λεξικό του Εμμανουήλ Κριαρά και των συνεργατών του το ουσιαστικό “βία (ή βια)” σημαίνει κατά πρώτο λόγο τη “χρήση διαφόρων μέσων για να επιβληθεί η θέλησή μας”. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον μιλάμε για τις παραστατικές τέχνες, η θέληση ταυτίζεται με το […]
γλώσσα language, tongue Πολλοί γλωσσολόγοι επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την πολύπλοκη έννοια της «γλώσσας». Ένας σχετικά πλήρης και σαφώς οριοθετημένος ορισμός είναι αυτός της Bussmann στο βιβλίο της «Dictionary of Language and Linguistics» (1996). Κατά την ίδια, η γλώσσα είναι ένα καθορισμένο σύστημα σημείων και συνδυαστικών κανόνων που είναι αυθαίρετοι αλλά θεσμοθετούνται και μεταβιβάζονται ως συμβάσεις. […]
διατοπικός/ή/ό interspatial Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα George Perek, Χωροκράτορα Marc Auge, ποιητήν του μη τόπου, ορατών τε πάντων και αοράτων. Και εις ένα Κύριον Henri Lefebvre, τον Υιόν του Καρτέσιου τον μονογενή, τον εκ του Spinoza γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων. Φως εκ φωτός, Τόπος αληθινόν εκ τόπου αληθινού γεννηθέντα εκ του Michel Foucault […]